πραιτωρικός

πραιτωρικός
η , ό[ν] ист. преторианский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πραιτωρικός" в других словарях:

  • πραιτωρικός — και πραιτορικός και πραιτωριακός και πραιτοριακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα 2. φρ. «πραιτωρικό [ή πραιτορικό] δίκαιο» ρωμ. δίκ. το δίκαιο που αναπτύχθηκε από τις εκάστοτε αποφάσεις και τα διατάγματα τών πραιτώρων.… …   Dictionary of Greek

  • πραιτωριακός — ή, ό, Ν βλ. πραιτωρικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»